- ψυχοπονιάρης
- -α και -ισσα, -ικο, Νψυχόπονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχοπόνια + κατάλ. -άρης (πρβλ. ζαβολι-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοπονιάρης, -α — και ισσα, ικο ο ψυχόπονος, αυτός που έχει πονετική ψυχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχοπονιάρικος — η, ο, Ν [ψυχοπονιάρης] ψυχοπονιάρης … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
ψυχοπονιάρικος — η, ο βλ. ψυχοπονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)